- συνάγων
- συνάγωbring togetherpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Liste geflügelter Worte/W — Geflügelte Worte A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W Y Z Inhaltsverzeichnis … Deutsch Wikipedia
CAPELLINA — vox recentioris aevi, occutrit in Vita B. Iustinae de Aretio num. 3. ac significat festum precatoriorum globulorum, vulgo Rosarium, German. Rosenkrantz, Italis Capellina, Chapellet Gallis, quô in Communione Romana Deiparam salutare mos est.… … Hofmann J. Lexicon universale
συνάγω — ΝΜΑ, και συνάζω Ν, και παλ. αττ. ξυνάγω Α 1. (σχετικά με πρόσ. και ζώα) συναθροίζω, συγκεντρώνω (α. «σύναξα τους στρατιώτες μου για μάχη» β. «συναγαγόντες ἐς ἕνα χῶρον μυριάδα ἀνθρώπων», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με πράγμ.) συλλέγω, συσσωρεύω (α. «έχει… … Dictionary of Greek
συνέδριο — Συγκέντρωση ειδικών σε ανώτερο επίπεδο με σκοπό να εξετάσουν προβλήματα κοινού ενδιαφέροντος. Τα λεγόμενα διεθνή σ. είναι συνήθως συγκεντρώσεις, αρχηγών κρατών ή πρωθυπουργών που έχουν σκοπό την εξέταση ζητημάτων που ενδιαφέρουν πολλά κράτη μαζί … Dictionary of Greek
φιλυπόδοχος — ον, Α φιλόξενος («ἦν φιλυπόδοχος... καὶ πλείω συνάγων συμπόσια», Διογ. Λαέρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὑποδέχομαι (πρβλ. ὑποδοχή)] … Dictionary of Greek
ՀԱՍԿԱՔԱՂ — ( ) NBH 2 0053 Chronological Sequence: Early classical, 11c, 13c ա. συνάγων σταχύν qui colligit spicas, vel congregat stipulam. Որ քաղէ զհասկս մնացեալս. *Եղէ իբրեւ զհասկաքաղ ʼի հունձս: Շրջիցի հասկաքաղ զկնի նորա. Միք. ՟Է. 1: Ես. ՟Ժ՟Է. 5: գ. Կամ գ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)